- χάδεμα
- τοβλ. χάιδεμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χάδεμα — το, Ν βλ. χάιδεμα … Dictionary of Greek
χάιδεμα — και χάδεμα, το, Ν [χαϊδεύω] 1. το να χαϊδεύει κάποιος κάποιον ή κάτι, η κίνηση τής θωπείας 2. το αποτέλεσμα τού χαϊδεύω, χάδι, θωπεία 3. μτφ. στοργική ή κολακευτική συμπεριφορά σε κάποιον 4. στον πληθ. τα χαϊδέματα νάζια, καμώματα … Dictionary of Greek
χάιδεμα — χάιδεμα, το και χάδεμα, το, ατος 1. θωπεία, χάδι. 2. καλόπιασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)